ασκί

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

το (AM ἀσκίον)
1. δερμάτινος σάκος, τουλούμι
2. ποσότητα όση χωρά σ' ένα ασκί («ένα ασκί κρασί»)
νεοελλ.
φρ.
1. «βρέχει με τ' ασκί» — βρέχει ραγδαία
2. «τον έκανε ασκί στο ξύλο» — τον έδειρε πολύ
3. «δεν έχει πάει με δικό του ασκί στο μύλο» — δεν έχει κοπιάσει ο ίδιος για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. ασκί < μσν. ασκίν < αρχ. ασκίον, υποκορ. του ασκός «σάκος».
ΠΑΡ. νεοελλ. ασκίσιος].