Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Ἀτθίς (-ίδος), η (Α)
1. αυτή που προέρχεται από την Αττική ή ανήκει σ' αυτήν
2. ως ουσ. α) (ενν. γῆ) η Αττική
β) η Αττική διάλεκτος
γ) η Αθηναία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. αττικός].