βαμπιρισμός
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek Monolingual
ο
σαδιστική σεξουαλική παρέκκλιση, κατά την οποία ενεργεί διεγερτικά ή λείξη αίματος από τραύματα που προκαλούνται στον σεξουαλικό σύντροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. vampirism < vampire (πρβλ. βαμπίρ) + (κατάλ.) -ism (πρβλ. -ισμός)].