γεράζω

From LSJ
Revision as of 12:15, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

German (Pape)

[Seite 484] ein Ehrengeschenk geben, VLL.

Spanish (DGE)

honrar, EM 82, 227.43G.

Greek Monolingual

(I)
γερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αόρ.) εγέρασα του γερνώ, κατά τα ρ. σε -άζω].
(II)
γεράζω (Α) γέρας
απονέμω γέρας, τιμητικό βραβείο σε κάποιον.