γραφειοκράτης

From LSJ
Revision as of 08:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασκεί την υπηρεσία του με γραφειοκρατική νοοτροπία και συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. bureaucrate, νόθο σύνθετο < bureau «γραφείο» + -crate < -κράτης < κράτος. Η λ. γραφειοκράται πληθ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].