δεκασέλιδος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
-η, -ο
όποιος έχει δέκα σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σελίς (-ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο].