μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
διερῶ (Α)στραγγίζω, φιλτράρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ (-άω) «χύνω έξω, ξεχύνω»(πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)].