ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
1. χύνω κάτι έξω από το δοχείο («ξέχυσε το νερό, γιατί είναι βρόμικο»)
2. ξεκινώ, παίρνω δρόμο
3. βγάζω εξανθήματα, σπυράκια
4. παθ. ξεχύνομαι
ορμώ, εξορμώ, τρέχω («μόλις ο καιρός καλυτέρεψε, ο κόσμος ξεχύθηκε στην εξοχή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέχυσα (βλ. λ. ξε-), αόρ. του ἐκχύνω / ἐκχέω.