Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Full diacritics: διπληγίς | Medium diacritics: διπληγίς | Low diacritics: διπληγίς | Capitals: ΔΙΠΛΗΓΙΣ |
Transliteration A: diplēgís | Transliteration B: diplēgis | Transliteration C: dipligis | Beta Code: diplhgi/s |
ίδος, ὁ,
A = διπλοΐς, Poll.7.47.
διπληγίς: -ίδος, ὁ, = διπλοΐς, Πολυδ. Ζ΄, 47, χλαῖνα διπλῆ.
-ίδος, ἡ manto o capa doble Poll.7.47.
διπληγίς, ο (Α)
η διπλοΐς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το διπλοΐς].