ἐγχωρῶ (-έω) (AM)1. επιτρέπω2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν » — όσο είναι δυνατόν.