είθε

From LSJ
Revision as of 19:53, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε
Μ και ἔθε)
μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι
νεοελλ.
είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχήείθε να μην είχα γεννηθεί»)
αρχ.
(με το ὤφελον και απρμφ. σε ανεκπλήρωτη ευχή) «εἴθ' ὤφελ' Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος... ἐς αἶαν» — που να μην έσωνε η Αργώ να φτάσει στην Κολχίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ει].