ενδόμυχος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνδόμυχος, -ον)
αυτός που βρίσκεται στον μυχό, στο βάθος της ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη ελπίδα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδόμυχος
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών ενδομυχιδών
αρχ.
1. (για νόσο) ύπουλος
2. (για πρόσωπο) κρυψίνους, επίβουλος.