ὑποτρώγω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
A eat with other things, Xenoph.22.3. II eat by way of preparation, X.Smp.4.9. III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.