εξώφυλλο

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

το
1. το εξωτερικό φύλλο βιβλίου
2. το εξωτερικό φύλλο παραθύρου
3. στον πληθ. τα τραπουλόχαρτα που αφαιρούνται ως περιττά σ' ένα παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. outpaper)].