ὑποχόνδριος
English (LSJ)
ον, (χόνδρος)
A under the cartilage of the breastbone, πάθη ὑ. ailments in that part, Arist.Pr.953b25. II ὑποχόνδριον, τό, in sg. and pl., the soft part or parts of the body below the cartilage and above the navel, abdomen, τὸ δεξιὸν ὑ. Hp.Aph.4.64, al., cf. Arist.HA493a20, Thphr. Od.59(61), Sor.1.93, al., Gal.6.56, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχόνδριος: -ον, (χόνδρος) ὁ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, πάθη ὑπ., κατὰ τὸ μέρος τοῦτο τοῦ σὠματος Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 10. ΙΙ. ὑποχόνδριον, τό, ὑποχόνδρια, τά, τὰ μαλακὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ὑπὸ τοὺς χόνδρους τοῦ στήθους καὶ ὑπὲρ τὸν ὀμφαλόν, Λατ. hypochondria, τὸ δεξιὸν ὑπ. Ἱππ. Ἀφ. 1251, κ. ἀλλ.· «τὸ μὲν ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν ἦτρον, τὸ δὲ ὑπὲρ τὸν ὀμφαλὸν ὑποχόνδριον, τὸ δὲ κοινὸν ὑποχονδρίου καὶ λαγόνος χολὰς» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1· ― παρὰ τῷ Κέλσῳ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ praecordia, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ― Κατὰ Σουΐδ. καὶ Μέγ. Ἐτυμ. 784, 32: «ὑποχόνδρια, τὰ ἀκροστήθια τὰ ὑπὸ τὴν λαγόνα», ὁμοίως καὶ κατὰ Φώτ.