επιμειδιώ

Revision as of 15:47, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

ἐπιμειδιῶ, ἐπιμειδιάω (AM) μειδιώ
χαμογελώ για κάτι («ταῡτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾱσαι λέγεται τῷ λόγῳ», Αρρ.)