χαμογελώ

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-άω, Ν
συσπώ ελαφρώς τα χείλια μου προσδίδοντας ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπό μου, μειδιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμαι-) + γελώ].