επωνύμιο

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

το (AM ἐπωνύμιον)
επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωνύμιον (< όνομα)
πρβλ. ανθρωπ-ωνύμιο, παρ-ωνύμιο, τοπ-ωνύμιο].