ετερόμετρος
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Greek Monolingual
(I)
ο
αρθρόγαστρο, σκορπιός της Ινδό-Μαλαισίας.
(II)
ἑτερόμετρος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που έχει διαφορετικό μέτρο.