ετερόμετρος

From LSJ
Revision as of 13:02, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

(I)
ο
αρθρόγαστρο, σκορπιός της Ινδό-Μαλαισίας.
(II)
ἑτερόμετρος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που έχει διαφορετικό μέτρο.