σκορπιός

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

ο / σκορπίος, ΝΜΑ, και σκροπιός Ν
1. αρθρόποδο αραχνίδιο, τυπικό της τάξης σκορπιοί, που φέρει στο άκρο της ουράς του δηλητηριώδες κεντρί του οποίου το τσίμπημα είναι, συχνά, θανατηφόρο (α. «ούρλιαξε λες και τόν τσίμπησε σκορπιός» β. «ὥσπερ ἔχιςσκορπίος ἠρκὼς τὸ κέντρον», Δημοσθ.)
2. είδος ψαριού συγγενικού με τη σκορπίνα, αλλά μικρότερο σε μήκος, με σκούρο καστανό χρώμα και κιτρινωπά στίγματα, κν. γνωστό σήμερα και ως σκορπίδι
3. είδος αγκαθωτού φυτού
4. ως κύριο όν. Σκορπιός και Σκορπίος
αστρον. α) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, όγδοος κατά σειρά στον ζωδιακό κύκλο, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών του Βωμού, του Νότιου Στεφάνου του Οφιούχου, του Ζυγού, του Λύκου, του Κανόνος και του Τοξότη
β) αστρολ. το όγδοο σύμβολο του ζωδιακού κύκλου
γ) μυθ. έντομο το οποίο φόνευσε, μετά από διαταγή της Αρτέμιδος ή της Γης, τον Ωρίωνα
νεοελλ.
ναυτ.
1. ανθεκτική ξύλινη ή σιδερένια δοκός του σκελετού των πλοίων που συγκρατεί τις πλάκες της πλώρης ή της πρύμνης, αλλ. πόστες
2. φρ. «σέ χτυπάει σαν σκορπιός»
μτφ. λέγεται για πικρόχολο και δηκτικό άνθρωπο
μσν.-αρχ.
(στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) πολεμική μηχανή για την εκτόξευση βελών, είδος καταπέλτη
αρχ.
είδος πλοκής των μαλλιών των παιδιών, κρωβύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από μεσογειακή γλώσσα, δεδομένου ότι τόσο το αραχνίδιο, όσο και το ψάρι σκορπίος ζουν σε θερμές περιοχές. Αμφίβολη φαίνεται η αναγωγή του τ. σε ΙΕ ρίζα sqer-b- «ξύνω γρατζουνίζω». Προβλήματα, επίσης, γεννά η τεχνική σημ. της λ. «πολεμική μηχανή για την εκτόξευση βελών» (από όπου τα σκορπίζω, σκόρπισις, σκορπισμός, σκόρπιος). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. scorpio, -ius) και η Ρωσική (πρβλ. ρωσ. skorpij)].