ἑτερόμετρος
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
ἑτερόμετρον, of different metre, both in Heph.Poëm. p.74C.
German (Pape)
[Seite 1049] von verschiedenem Versmaaße, Hephaest. p. 133.
Greek Monolingual
(I)
ο
αρθρόγαστρο, σκορπιός της Ινδό-Μαλαισίας.
(II)
ἑτερόμετρος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που έχει διαφορετικό μέτρο.