εύπρακτος

Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, -ον (Α)
1. αυτός που πράττεται εύκολα
2. ευπραγής, ευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά-πρακτος].