ἐφίερος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

German (Pape)

[Seite 1118] ἡ, ein Kuchen zum Opfergebrauch, Poll. 6, 76.

Greek Monolingual

ἐφίερος, -ον (Α)
1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον
α) ιερός άρτος
β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός.