ζυμωταριά
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
η ζυμώνω
η σκάφη όπου ζυμώνεται το αλεύρι, το ζυμωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω + κατάλ. -ταριά (πρβλ. ξαπλω-ταριά, ψησ-ταριά)].