ζυμωταριά

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

η ζυμώνω
η σκάφη όπου ζυμώνεται το αλεύρι, το ζυμωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω + κατάλ. -ταριά (πρβλ. ξαπλωταριά, ψησταριά)].