πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
η ζυμώνωη σκάφη όπου ζυμώνεται το αλεύρι, το ζυμωτήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω + κατάλ. -ταριά (πρβλ. ξαπλωταριά, ψησταριά)].