ηλιοσκόπιος
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
-ο (Α ἡλιοσκόπιος, -ον) ηλιοσκόπος
αυτός που βλέπει προς τον ήλιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο
όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση του ήλιου για την ελάττωση της έντασης του φωτός του
αρχ.
φρ. «ἡλιοσκόπιος τιθύμαλλος» — είδος φυτού.