ἠρέμισις
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
εως, ἡ,
A tranquillizing, πράϋνσις ἠ. ὀργῆς Arist.Rh.1380a8 (-ησις codd.).
Greek Monolingual
ἠρέμισις, ἡ (Α) ηρεμίζω
καθησύχαση («πράϋνσις, ἠρέμισις ὀργῆς», Αριστοτ.).