θειικός

From LSJ
Revision as of 09:32, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που είναι από θείο ή αναφέρεται στο θείο (α. «θειικό οξύ» — ανόργανο οξύ, άχρωμο και άοσμο ελαιώδες υγρό, πολύ διαβρωτικό και μεγάλης βιομηχανικής σημασίας, κν. βιτριόλι
β. «θειικά ορυκτά» — φυσικής προελεύσεως άλατα του θειικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfurique. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].