άλατα
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
τα άλας Χημ.
ανόργανες ή οργανικές ιοντικές (ετεροπολικές) χημικές ενώσεις, τών οποίων το ανιόν προέρχεται από ένα οξύ και το κατιόν από μια βάση. Τα άλατα παράγονται από την αντίδραση ενός οξέος ή ενός οξεογόνου οξειδίου (ανυδρίτη οξέος) και μιας βάσεως ή ενός βασεογόνου οξειδίου (ανυδρίτη βάσεως).