θεσμοφυλάκιον
From LSJ
English (LSJ)
v. θεσμοφύλαξ.
Greek Monolingual
θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) θεσμοφύλαξ
το γραφείο τών θεσμοφυλάκων.
Full diacritics: θεσμοφυλάκιον | Medium diacritics: θεσμοφυλάκιον | Low diacritics: θεσμοφυλάκιον | Capitals: ΘΕΣΜΟΦΥΛΑΚΙΟΝ |
Transliteration A: thesmophylákion | Transliteration B: thesmophylakion | Transliteration C: thesmofylakion | Beta Code: qesmofula/kion |
v. θεσμοφύλαξ.
θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) θεσμοφύλαξ
το γραφείο τών θεσμοφυλάκων.