θυελλοφορούμαι
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
θυελλοφοοῦμαι, -έομαι (Α)
φέρομαι από τη θύελλα, παρασύρομαι από θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. θεο-φορούμαι, πνευματο-φορούμαι].