ἰσοαχθής, -ές (Α)αυτός που έχει το ίδιο βάρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ-αχθής, πολυ-αχθής].