Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἰσχνοποιός, -όν (Μ)αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, θερμο-ποιός.