ισχνοποιός
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
Greek Monolingual
ἰσχνοποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθοποιός, θερμοποιός.