νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
η (Μ καβαλλῖνα και καβαλλίνα)η κοπριά του αλόγου ή και άλλων υποζυγίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. επίθ. caballinus «αλογήσιος» (< λατ. caballus «ίππος»].