κακοτέρμων

Revision as of 21:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A ending ill or with difficulty, ψυγμός Poet.de Herb.94.

German (Pape)

[Seite 1304] ον, einen üblen Ausgang habend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτέρμων: -ον, κακῶς τελευτῶν ἢ μετὰ δυσκολίας, Ποιητὴς Βοταν. 94.

Greek Monolingual

κακοτέρμων, -ότερμον (Α)
αυτός που τελειώνει άσχημα ή με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τέρμων (< τέρμων), πρβλ. απειρο-τέρμων, βαθυ-τέρμων.