Καππαδόκης

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant de la Cappadoce, Cappadocien.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Καππαδόκισσα (AM Καππαδόκης, θηλ. Καππαδόκισσα)
αυτός που κατάγεται από την Καππαδοκία.

Russian (Dvoretsky)

Καππᾰδόκης: ου ὁ каппадокиец Her., Xen., Plut.