καριδίτσα

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

καριδίτσα, ἡ (Μ)
(με ειρωνική διάθεση) γαριδούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ίτσα (πρβλ. γλωσσ-ίτσα, πεταλουδ-ίτσα)].