καταθορυβώ

From LSJ
Revision as of 08:16, 3 October 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

καταθορυβῶ, καταθορυβέω)
νεοελλ.
δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο
νεοελλ.-αρχ.
κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τον αναστατώνω
αρχ.
ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.