αναστατώνω

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

(AM ἀναστατῶ -όω)
κάνω άνω κάτω, προκαλώ αταξία, ταράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάστατος.
ΠΑΡ. αναστάτωσις].