ζαλίζω
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
Greek Monolingual
(Μ ζαλίζω) ζάλη
1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί»)
2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του»)
3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω
4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον
5. παθ. ζαλίζομαι και -ουμαι
α) μού έρχεται ζάλη, αισθάνομαι ίλιγγο
β) στενοχωριέμαι, ταράζομαι, αναστατώνομαι («όλη την ημέρα ζαλισμένος, γεμάτο φροντίδες το κεφάλι, κυλιόμουν από δω κι από κει», Ψυχάρ.)
γ) τρομάζω, φοβάμαι
μσν.
παθ. αρρωσταίνω («εἶπεν ὅτι ἐζαλίστη
τὸ κοιλιακὸν τὸν ἔπιασεν», Χρον. Moρ.).