πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
κατέργνυμι: κατέργω, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατείρ-, Ἡρόδ.
κατέργνυμι (Α)ιων. τ. βλ. κατείργω.
κατέργνυμι: κατέργω, Ιων. αντί κατείρ-.