ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
[Seite 1422] ίδος, ἡ, fem. zu κεραστής, Arcad. p. 35, 19.
κεραστίς: -ίδος, ἡ, ἴδε κεράστης.
κεραστίς, -ίδος, ἡ (Α)(θηλ. του κεραστής) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.
κεραστίς -ίδος [κεράστης] gehoornd.