φορητέος
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
έα, έον,
A bearable, κακά Procop.Goth.23.
Greek (Liddell-Scott)
φορητέος: έα, έον, ὃν δεῖ φορεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 288.