κοιλόπονος

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ο
1. ο πόνος της κοιλιάς, ο πονόκοιλος
2. κολικός, κολικόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλό-πονος, στομαχό-πονος)].