κοιλόπονος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο πόνος της κοιλιάς, ο πονόκοιλος
2. κολικός, κολικόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλόπονος, στομαχόπονος)].