φρονούντως
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
Adv. part. pres. Act. of φρονέω,
A wisely, prudently, A. Supp.204, S.Ant.682.
Greek (Liddell-Scott)
φρονούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ φρονέω, φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.