κοντόμυαλος

Revision as of 13:44, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο
ανόητος, χαζός, με περιορισμένη διανοητική ικανότητα.
επίρρ...
κοντόμυαλα
απερίσκεπτα, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -μυαλος (< μυαλό), πρβλ. μικρό-μυαλος, στενό-μυαλος].