-η, -οανόητος, χαζός, με περιορισμένη διανοητική ικανότητα. επίρρ...κοντόμυαλααπερίσκεπτα, ανόητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -μυαλος (< μυαλό), πρβλ. μικρό-μυαλος, στενό-μυαλος].