Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοσκινιστής

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α
1. αυτός που κοσκινίζει
2. το θηλ. η κοσκινίστρα
πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].