κοχλιότοπος

Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
τόπος όπου υπάρχουν παλαιολιθικά αποθέματα κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τοπος (< τόπος), πρβλ. βοσκό-τοπος, θαμνό-τοπος].